φορολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφορολογούμαι
- υπόκειμαι σε φορολόγηση, σε καταβολή φόρων, καλούμαι να εισφέρω ένα μέρος των εισοδημάτων μου στο κράτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορολογούμαι | φορολογούμουν | θα φορολογούμαι | να φορολογούμαι | φορολογούμενος | |
β' ενικ. | φορολογείσαι | φορολογούσουν | θα φορολογείσαι | να φορολογείσαι | ||
γ' ενικ. | φορολογείται | φορολογούνταν | θα φορολογείται | να φορολογείται | ||
α' πληθ. | φορολογούμαστε | φορολογούμασταν φορολογούμαστε |
θα φορολογούμαστε | να φορολογούμαστε | ||
β' πληθ. | φορολογείστε | φορολογούσασταν φορολογούσαστε |
θα φορολογείστε | να φορολογείστε | φορολογείστε | |
γ' πληθ. | φορολογούνται | φορολογούνταν | θα φορολογούνται | να φορολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φορολογήθηκα | θα φορολογηθώ | να φορολογηθώ | φορολογηθεί | ||
β' ενικ. | φορολογήθηκες | θα φορολογηθείς | να φορολογηθείς | φορολογήσου | ||
γ' ενικ. | φορολογήθηκε | θα φορολογηθεί | να φορολογηθεί | |||
α' πληθ. | φορολογηθήκαμε | θα φορολογηθούμε | να φορολογηθούμε | |||
β' πληθ. | φορολογηθήκατε | θα φορολογηθείτε | να φορολογηθείτε | φορολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | φορολογήθηκαν φορολογηθήκαν(ε) |
θα φορολογηθούν(ε) | να φορολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φορολογηθεί | είχα φορολογηθεί | θα έχω φορολογηθεί | να έχω φορολογηθεί | φορολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις φορολογηθεί | είχες φορολογηθεί | θα έχεις φορολογηθεί | να έχεις φορολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φορολογηθεί | είχε φορολογηθεί | θα έχει φορολογηθεί | να έχει φορολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φορολογηθεί | είχαμε φορολογηθεί | θα έχουμε φορολογηθεί | να έχουμε φορολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φορολογηθεί | είχατε φορολογηθεί | θα έχετε φορολογηθεί | να έχετε φορολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φορολογηθεί | είχαν φορολογηθεί | θα έχουν φορολογηθεί | να έχουν φορολογηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φορολογούμαι
|