Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισφέρω < αρχαία ελληνική εἰσφέρω < εἰς + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈsfe.ɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

εισφέρω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία