εισφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισφέρω < αρχαία ελληνική εἰσφέρω < εἰς + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεισφέρω
- δίνω κάτι, συμβάλλω κι εγώ, συνεισφέρω
Συγγενικά
επεξεργασία- εισφορά
- συνεισφέρω
- συνεισφορά
- → δείτε τις λέξεις εις και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εισφέρω | εισέφερα | θα εισφέρω | να εισφέρω | εισφέροντας | |
β' ενικ. | εισφέρεις | εισέφερες | θα εισφέρεις | να εισφέρεις | είσφερε | |
γ' ενικ. | εισφέρει | εισέφερε | θα εισφέρει | να εισφέρει | ||
α' πληθ. | εισφέρουμε | εισφέραμε | θα εισφέρουμε | να εισφέρουμε | ||
β' πληθ. | εισφέρετε | εισφέρατε | θα εισφέρετε | να εισφέρετε | εισφέρετε | |
γ' πληθ. | εισφέρουν(ε) | εισέφεραν εισφέραν(ε) |
θα εισφέρουν(ε) | να εισφέρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εισέφερα | θα εισφέρω | να εισφέρω | εισφέρει | ||
β' ενικ. | εισέφερες | θα εισφέρεις | να εισφέρεις | είσφερε | ||
γ' ενικ. | εισέφερε | θα εισφέρει | να εισφέρει | |||
α' πληθ. | εισφέραμε | θα εισφέρουμε | να εισφέρουμε | |||
β' πληθ. | εισφέρατε | θα εισφέρετε | να εισφέρετε | εισφέρτε | ||
γ' πληθ. | εισέφεραν εισφέραν(ε) |
θα εισφέρουν(ε) | να εισφέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εισφέρει | είχα εισφέρει | θα έχω εισφέρει | να έχω εισφέρει | ||
β' ενικ. | έχεις εισφέρει | είχες εισφέρει | θα έχεις εισφέρει | να έχεις εισφέρει | ||
γ' ενικ. | έχει εισφέρει | είχε εισφέρει | θα έχει εισφέρει | να έχει εισφέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε εισφέρει | είχαμε εισφέρει | θα έχουμε εισφέρει | να έχουμε εισφέρει | ||
β' πληθ. | έχετε εισφέρει | είχατε εισφέρει | θα έχετε εισφέρει | να έχετε εισφέρει | ||
γ' πληθ. | έχουν εισφέρει | είχαν εισφέρει | θα έχουν εισφέρει | να έχουν εισφέρει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εισφέρω