συνεισφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεισφορά < ελληνιστική κοινή συνεισφορά < αρχαία ελληνική συνεισφέρω < σύν + εἰσφέρω < φέρω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική contribution)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεισφορά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνεισφέρω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συνεισφέρω, εισφέρω και φέρω