φορολογέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφορολογέω
- ελληνιστικό ρήμα που σήμαινε την καταβολή φόρου από τα υποτελή κράτη στα κυρίαρχα
- αρπαγή και καταλήστευση (χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων) αδύναμων πόλεων-κρατών από επιδρομείς, που με τη φορολόγηση αυτοί χάριζαν συνήθως τη ζωή των πολιτών και μετά αποχωρούσαν