επιδρομέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επιδρομέας | οι | επιδρομείς |
γενική | του του/της |
επιδρομέα επιδρομέως |
των | επιδρομέων |
αιτιατική | τον/την | επιδρομέα | τους/τις | επιδρομείς |
κλητική | επιδρομέα | επιδρομείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδρομέας < ελληνιστική κοινή ἐπιδρομεύς < αρχαία ελληνική ἐπίδρομος
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδρομέας αρσενικό ή θηλυκό