αγώγιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγώγιμος < αρχαία ελληνική ἀγώγιμος < ἄγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγώγιμος, -η, -ο
- (φυσική) αυτός που επιτρέπει τη διέλευση ηλεκτρικής / θερμικής ενέργειας
- (νομική) ο υποκείμενος σε ποινική αγωγή