εισαγώγιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισαγώγιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσαγώγιμος[1] < εἰσσαγωγή < εἰσσάγω. Συγχρονικά αναλύεται σε εισαγωγ(ή) + -ιμο.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.saˈɣo.ʝi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σα‐γώ‐γι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαεισαγώγιμος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εισαγώγιμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εισαγώγιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εισάγω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.