εισακτέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισακτέος: αρχαία ελληνική εἰσακτέος ρηματικό επίθετο σε -τέος από το ρήμα εἰσάγω
Επίθετο επεξεργασία
εισακτέος -α -ο
- που πρέπει να εισαχθεί, που έχει το δικαίωμα να εισαχθεί
- τα άτομα που θα κριθούν εισακτέα πρέπει να προσκομίσουν επικυρωμένο αντίγραφο του πτυχίου τους
Ουσιαστικό επεξεργασία
εισακτέος αρσενικό
- αυτός που δικαιούται να εισαχθεί σε μια Ανώτατη Σχολή
- ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισακτέος
|