εισηγμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
εισηγμένος, εισηγμένη, εισηγμένο
- που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, ξενόφερτος
- εισηγμένο προϊόν/όρος εισηγμένος από... (άλλη γλωσσα)
- που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο
- εισηγμένη εταιρία/μετοχή
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για εταιρείες και μετοχές