εισηγμένο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισηγμένο ουδέτερο της μετοχής εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεισηγμένο
- Μπορείτε να δείτε τις λέξεις εισηγμένος και εισηγμένη
Μεταφράσεις
επεξεργασία εισηγμένο
|