Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βγαλμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βγαλμέν
ος
η
βγαλμέν
η
το
βγαλμέν
ο
γενική
του
βγαλμέν
ου
της
βγαλμέν
ης
του
βγαλμέν
ου
αιτιατική
τον
βγαλμέν
ο
τη
βγαλμέν
η
το
βγαλμέν
ο
κλητική
βγαλμέν
ε
βγαλμέν
η
βγαλμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βγαλμέν
οι
οι
βγαλμέν
ες
τα
βγαλμέν
α
γενική
των
βγαλμέν
ων
των
βγαλμέν
ων
των
βγαλμέν
ων
αιτιατική
τους
βγαλμέν
ους
τις
βγαλμέν
ες
τα
βγαλμέν
α
κλητική
βγαλμέν
οι
βγαλμέν
ες
βγαλμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βγαλμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βγάζω
και
βγαίνω
Μετοχή
επεξεργασία
βγαλμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
βγάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βγαλμένος
γαλλικά
:
enlevé
(fr)