Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπηγμένος η μπηγμένη το μπηγμένο
      γενική του μπηγμένου της μπηγμένης του μπηγμένου
    αιτιατική τον μπηγμένο την μπηγμένη το μπηγμένο
     κλητική μπηγμένε μπηγμένη μπηγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπηγμένοι οι μπηγμένες τα μπηγμένα
      γενική των μπηγμένων των μπηγμένων των μπηγμένων
    αιτιατική τους μπηγμένους τις μπηγμένες τα μπηγμένα
     κλητική μπηγμένοι μπηγμένες μπηγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπήγω

  Μετοχή επεξεργασία

μπηγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία