↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωμένος η χωμένη το χωμένο
      γενική του χωμένου της χωμένης του χωμένου
    αιτιατική τον χωμένο τη χωμένη το χωμένο
     κλητική χωμένε χωμένη χωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωμένοι οι χωμένες τα χωμένα
      γενική των χωμένων των χωμένων των χωμένων
    αιτιατική τους χωμένους τις χωμένες τα χωμένα
     κλητική χωμένοι χωμένες χωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χώνω

χωμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία