εισαγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εισαγωγικός < (ελληνιστική κοινή) εἰσαγωγικός
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
εισαγωγικός, -ή, -ό
Εκφράσεις
επεξεργασία- εισαγωγικός βαθμός: ο βαθμός με τον οποίος κάποιος εντάσσεται σε κάποιο επαγγελματικό κλάδο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εισαγωγικός
|