εισιτήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισιτήριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσιτήριος (που αναφέρεται στην είσοδο)[1] < εἴσειμι < εἰς εισ- + εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey- (εἶμι, πηγαίνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.siˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σι‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
εισιτήριος, -α, -ο
- (λόγιο) που σχετίζεται με τις διαδικασίες εισαγωγής σε πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα
- ※ Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία για τα τρία προηγούμενα έτη, το Υπουργείο θα αποφασίζει και θα ανακοινώνει έγκαιρα για ποια τμήματα ΤΕΙ και ΑΕΙ η εισαγωγή θα γίνεται χωρίς εισιτήριες εξετάσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κάτοχος απολυτηρίου λυκείου θα μπορεί να υποβάλει αίτηση και να εγγράφεται σε ένα από τα τμήματα αυτά, χωρίς συμμετοχή στις εισιτήριες εξετάσεις. Είναι αυτονόητο ότι οι υποψήφιοι αυτοί δεν θα δικαιούνται να συμμετάσχουν στις εισιτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ κατά το ίδιο έτος", αναφέρουν οι ομότιμοι καθηγητές. (* enet.gr)
- (ουδέτερο ως ουσιαστικό) το εισιτήριο → δείτε τη λέξη
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- εισιτήριος λόγος: (παρωχημένο) ομιλία εκπαιδευτικού (ή ακαδημαϊκού ή πανεπιστημιακού) για την έναρξη εκπαιδευτικών διαδικασιών ή σε άλλη ευκαιρία έναρξης
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ εισιτήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.