εξιτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξιτήριος < (ελληνιστική κοινή) ἐξιτήριος < ἔξειμι < εἶμι
Επίθετο
επεξεργασίαεξιτήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με την έξοδο, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά την έξοδο
- (ουσιαστικοποιημένο) εξιτήριο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξιτήριος
|