εξιτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξιτήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξιτήριος < (ελληνιστική κοινή) ἐξιτήριος < ἔξειμι + -τήριος < εἶμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξιτήριο ουδέτερο
- (ιατρική) έγγραφο που επιτρέπει σε ασθενή να βγει από το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύεται και περιγράφει την ασθένειά του