Ετυμολογία

επεξεργασία
εἴσειμι < εἰς + εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey- (εἶμι, πηγαίνω)

εἴσειμι

  1. εισέρχομαι
  2. (θέατρο) εισέρχομαι στη σκηνή (για το χορό θεατρικής παράστασης)
  3. (πολιτική) έρχομαι / εμφανίζομαι στην εκκλησία του δήμου (για να αγορεύσω)
  4. (πολιτική) αναλαμβάνω κάποιο αξίωμα
  5. (νομικός όρος) έρχομαι / εμφανίζομαι στο δικαστήριο
  6. περνάω απ’ το μυαλό
  7. (ουσιαστικοποιημένο) τά εἰσιόντα: η τροφή