introductif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɔ.dyk.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | introductif | introductifs |
θηλυκό | introductive | introductives |
introductif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | introductif | introductifs |
θηλυκό | introductive | introductives |
introductif (fr)