introducteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɔ.dyk.tif/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | introducteur | introducteurs |
θηλυκό | introductrice | introductrices |
introducteur (fr)
- (σπάνιο) ο εισαγωγέας
- (μεταφορικά) εισηγητής