εισηγητής
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισηγητής < αρχαία ελληνική εἰσηγητής
Ουσιαστικό Επεξεργασία
εισηγητής αρσενικό
- αυτός που έχει αναλάβει να κάνει μια εισήγηση, να παρουσιάσει ένα ζήτημα και προτάσεις πάνω σε αυτό
- αυτός που κάνει ευρύτερα γνωστό κάτι το καινούριο ή αυτός που προτείνει την καθιέρωση ενός καινούριου πράγματος (πχ ενός νέου επιστημονικού όρου)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
εισηγητής