Δείτε επίσης: εἰσαχθείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισαχθείς
εισαχθέντας
η εισαχθείσα το εισαχθέν
      γενική του εισαχθέντος
εισαχθέντα
της εισαχθείσας
εισαχθείσης*
του εισαχθέντος
    αιτιατική τον εισαχθέντα την εισαχθείσα το εισαχθέν
     κλητική εισαχθείς
εισαχθέντα
εισαχθείσα εισαχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισαχθέντες οι εισαχθείσες τα εισαχθέντα
      γενική των εισαχθέντων των εισαχθεισών των εισαχθέντων
    αιτιατική τους εισαχθέντες τις εισαχθείσες τα εισαχθέντα
     κλητική εισαχθέντες εισαχθείσες εισαχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσαχθείς, εἰσαχθεῖσα, εἰσαχθέν, μετοχή του παθητικού αορίστου του ρήματος εἰσάγω

  Μετοχή επεξεργασία

εισαχθείς, -είσα, -έν

  • (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος εισάγω
    1. που του έγινε εισαγωγή
      οι εισαχθέντες στα ΑΕΙ φέτος...
      Οι εισαχθέντες στη Γ Παθολογική κλινική του νοσοκομείου από το τμήμα των επειγόντων περιστατικών έφτασαν χθες τους 18.
      εισαχθέντα είδη/στοιχεία/προϊόντα
      έλεγχος ορθότητας του εισαχθέντα κωδικού
      Άρειος Πάγος: Εισαχθείσες, περατωθείσες, εκκρεμείς υποθέσεις
    2. που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο, ο εισηγμένος
      Εισαχθείσες εταιρείες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εισαχθείς

  • β' πρόσωπο ενικού του παθητικού εξαρτημένου τύπου του ρήματος εισάγω