Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εἰσάγω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εισάγω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εἰσάγω
<
εἰς
+
ἄγω
Ρήμα
επεξεργασία
εἰσάγω
οδηγώ
κάποιον στο
εσωτερικό
(πχ ενός σπιτιού)
συστήνω
κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
εισάγω
(εμπορεύματα)
εισάγω
(φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
(
νομικός όρος
) φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη,
διώκω