→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυστέκμαρτος τὸ δυστέκμαρτον
      γενική τοῦ/τῆς δυστεκμάρτου τοῦ δυστεκμάρτου
      δοτική τῷ/τῇ δυστεκμάρτ τῷ δυστεκμάρτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυστέκμαρτον τὸ δυστέκμαρτον
     κλητική ! δυστέκμαρτε δυστέκμαρτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυστέκμαρτοι τὰ δυστέκμαρτ
      γενική τῶν δυστεκμάρτων τῶν δυστεκμάρτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυστεκμάρτοις τοῖς δυστεκμάρτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυστεκμάρτους τὰ δυστέκμαρτ
     κλητική ! δυστέκμαρτοι δυστέκμαρτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυστεκμάρτω τὼ δυστεκμάρτω
      γεν-δοτ τοῖν δυστεκμάρτοιν τοῖν δυστεκμάρτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυστέκμαρτος < δυσ- + τεκμαρτός (< αρχαία ελληνική τεκμαίρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δυστέκμαρτος, -ος, -ον

  1. δυσεξερεύνητος, ανεξήγητος, ανεξιχνίαστος, ακατανόητος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 712 (711-713) Μιλά ο άγγελος, ο αγγελιοφόρος.
    ὦ θύγατερ, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον | καὶ δυστέκμαρτον, εὖ δέ πως πάντα στρέφει | ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀναφέρων·
    Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου· | ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει, | πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 109 (108-109) Μιλά ο Οιδίποδας.
    οἳ δ᾽ εἰσὶ ποῦ γῆς; ποῦ τόδ᾽ εὑρεθήσεται | ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας;
    Πού βρίσκονται; Και πώς να ξεδιαλύνεις πια | μισοσβησμένα χνάρια παλιού φονικού;
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 69, 27 Ποδάγρα @wikisource
    δυστέκμαρτον πᾶσιν ἀνθρώποις τέλος,
    ※  2ος κε αιώνας Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν (Ad Se Ipsum), 2.17.1, @scaife.perseus
    Τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή, ἡ δὲ οὐσία ῥέουσα, ἡ δὲ αἴσθησις ἀμυδρά, ἡ δὲ ὅλου τοῦ σώματος σύγκρισις εὔσηπτος, ἡ δὲ ψυχὴ ῥόμβος, ἡ δὲ τύχη δυστέκμαρτον, ἡ δὲ φήμη ἄκριτον·
  2. που είναι δύσκολο να υπολογιστεί
    ※  2ος κε αιώνας Αρεταίος ο Καππαδόκης, Ὀξέων νούσων θεραπευτικόν, Κεφ. δ′. Θεραπεία Ἀποπληξίης, 1.5, @scaife.perseus
    ἰσόρροπον μὲν ὦν ἰητήριον, ὡς μεγάλῳ πάθεϊ μέγα βοήθημα, φλεβοτομίη, ἢν μή τις ἐς ἁμαρτωλὴν ἴῃ τοῦ πλήθεος δυστέκμαρτον δὲ τὸ μέτρον. ἤν τε γὰρ σμικρῷ πλέον ἀφέλῃς, προσαπέπνιξας τὸν ἄνθρωπον.
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ανεξιχνίαστο, το δυσερμήνευτο

Συγγενικά

επεξεργασία