δυστέκμαρτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυστέκμαρτος < δυσ- + τεκμαρτός (< αρχαία ελληνική τεκμαίρω)
Επίθετο
επεξεργασίαδυστέκμαρτος, -ος, -ον
- δυσεξερεύνητος, ανεξήγητος, ανεξιχνίαστος, ακατανόητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 712 (711-713) Μιλά ο άγγελος, ο αγγελιοφόρος.
- ὦ θύγατερ, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον | καὶ δυστέκμαρτον, εὖ δέ πως πάντα στρέφει | ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀναφέρων·
- Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου· | ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει, | πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὦ θύγατερ, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον | καὶ δυστέκμαρτον, εὖ δέ πως πάντα στρέφει | ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀναφέρων·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 109 (108-109) Μιλά ο Οιδίποδας.
- οἳ δ᾽ εἰσὶ ποῦ γῆς; ποῦ τόδ᾽ εὑρεθήσεται | ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας;
- Πού βρίσκονται; Και πώς να ξεδιαλύνεις πια | μισοσβησμένα χνάρια παλιού φονικού;
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 69, 27 Ποδάγρα @wikisource
- ὦ δυστέκμαρτον πᾶσιν ἀνθρώποις τέλος,
- ※ 2ος κε αιώνας Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν (Ad Se Ipsum), 2.17.1, @scaife.perseus
- Τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή, ἡ δὲ οὐσία ῥέουσα, ἡ δὲ αἴσθησις ἀμυδρά, ἡ δὲ ὅλου τοῦ σώματος σύγκρισις εὔσηπτος, ἡ δὲ ψυχὴ ῥόμβος, ἡ δὲ τύχη δυστέκμαρτον, ἡ δὲ φήμη ἄκριτον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 712 (711-713) Μιλά ο άγγελος, ο αγγελιοφόρος.
- που είναι δύσκολο να υπολογιστεί
- ※ 2ος κε αιώνας Αρεταίος ο Καππαδόκης, Ὀξέων νούσων θεραπευτικόν, Κεφ. δ′. Θεραπεία Ἀποπληξίης, 1.5, @scaife.perseus
- ἰσόρροπον μὲν ὦν ἰητήριον, ὡς μεγάλῳ πάθεϊ μέγα βοήθημα, φλεβοτομίη, ἢν μή τις ἐς ἁμαρτωλὴν ἴῃ τοῦ πλήθεος δυστέκμαρτον δὲ τὸ μέτρον. ἤν τε γὰρ σμικρῷ πλέον ἀφέλῃς, προσαπέπνιξας τὸν ἄνθρωπον.
- ※ 2ος κε αιώνας Αρεταίος ο Καππαδόκης, Ὀξέων νούσων θεραπευτικόν, Κεφ. δ′. Θεραπεία Ἀποπληξίης, 1.5, @scaife.perseus
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ανεξιχνίαστο, το δυσερμήνευτο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τεκμαίρω
Πηγές
επεξεργασία- δυστέκμαρτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυστέκμαρτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.