Δείτε επίσης: προγράφω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδιαγράφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προδιαγράφω (κάνω διάγραμμα από πριν) < προ- + αρχαία ελληνική διαγράφω < δια- + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prescrire) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.ði̯aˈγɾa.fo/ & /pɾo.ðʝaˈγɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐δι‐α‐γρά‐φω

  Ρήμα επεξεργασία

προδιαγράφω, αόρ.: προδιέγραψα, παθ.φωνή: προδιαγράφομαι, π.αόρ.: προδιαγράφτηκα/προδιαγράφηκα, μτχ.π.π.: προδιαγραμμένος/προδιαγεγραμμένος [2]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαγράφω και γράφω

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προδιαγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).