προδιαγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδιαγράφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προδιαγράφω (κάνω διάγραμμα από πριν) < προ- + αρχαία ελληνική διαγράφω < δια- + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prescrire) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ði̯aˈγɾa.fo/ & /pɾo.ðʝaˈγɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δι‐α‐γρά‐φω
Ρήμα
επεξεργασίαπροδιαγράφω, αόρ.: προδιέγραψα, παθ.φωνή: προδιαγράφομαι, π.αόρ.: προδιαγράφτηκα/προδιαγράφηκα, μτχ.π.π.: προδιαγραμμένος/προδιαγεγραμμένος [2]
- καθορίζω από πριν, προκαταβολικά, επηρεάζω σε καθοριστικό βαθμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαγράφω και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προδιαγράφω | προδιέγραφα | θα προδιαγράφω | να προδιαγράφω | προδιαγράφοντας | |
β' ενικ. | προδιαγράφεις | προδιέγραφες | θα προδιαγράφεις | να προδιαγράφεις | προδιάγραφε | |
γ' ενικ. | προδιαγράφει | προδιέγραφε | θα προδιαγράφει | να προδιαγράφει | ||
α' πληθ. | προδιαγράφουμε | προδιαγράφαμε | θα προδιαγράφουμε | να προδιαγράφουμε | ||
β' πληθ. | προδιαγράφετε | προδιαγράφατε | θα προδιαγράφετε | να προδιαγράφετε | προδιαγράφετε | |
γ' πληθ. | προδιαγράφουν(ε) | προδιέγραφαν προδιαγράφαν(ε) |
θα προδιαγράφουν(ε) | να προδιαγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προδιέγραψα | θα προδιαγράψω | να προδιαγράψω | προδιαγράψει | ||
β' ενικ. | προδιέγραψες | θα προδιαγράψεις | να προδιαγράψεις | προδιάγραψε | ||
γ' ενικ. | προδιέγραψε | θα προδιαγράψει | να προδιαγράψει | |||
α' πληθ. | προδιαγράψαμε | θα προδιαγράψουμε | να προδιαγράψουμε | |||
β' πληθ. | προδιαγράψατε | θα προδιαγράψετε | να προδιαγράψετε | προδιαγράψτε | ||
γ' πληθ. | προδιέγραψαν προδιαγράψαν(ε) |
θα προδιαγράψουν(ε) | να προδιαγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προδιαγράψει | είχα προδιαγράψει | θα έχω προδιαγράψει | να έχω προδιαγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις προδιαγράψει | είχες προδιαγράψει | θα έχεις προδιαγράψει | να έχεις προδιαγράψει | έχε προδιαγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει προδιαγράψει | είχε προδιαγράψει | θα έχει προδιαγράψει | να έχει προδιαγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε προδιαγράψει | είχαμε προδιαγράψει | θα έχουμε προδιαγράψει | να έχουμε προδιαγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε προδιαγράψει | είχατε προδιαγράψει | θα έχετε προδιαγράψει | να έχετε προδιαγράψει | έχετε προδιαγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προδιαγράψει | είχαν προδιαγράψει | θα έχουν προδιαγράψει | να έχουν προδιαγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προδιαγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προδιαγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προδιαγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προδιαγραμμένο |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προδιαγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).