προδιαγεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδιαγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προδιαγράφω
Μετοχή
επεξεργασίαπροδιαγεγραμμένος, -η, -ο
- που έχει προδιαγραφεί ή προσδιοριστεί εκ των προτέρων, που είναι καθορισμένος εξαρχής
- Το μέλλον του ήταν τραγικά προδιαγεγραμμένο, γονείς στη φυλακή, κανείς συγγενής πρόθυμος να αγκαλιάσει, φτώχεια και μοναξιά
- → δείτε τη λέξη προδιαγράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προδιαγεγραμμένος