prescribe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | prescribe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prescribes |
αόριστος | prescribed |
παθητική μετοχή | prescribed |
ενεργητική μετοχή | prescribing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- prescribe < άμεσο δάνειο από τη λατινική praescribere
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /prɪˈskraɪb/
- ⓘ
- ομόηχο: proscribe (σε κάποιες διαλέκτους)
Ρήμα
επεξεργασίαprescribe (en)