προδιαγράφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ði̯aˈγɾa.fo.me/ & /pɾo.ðʝaˈγɾa.fo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δι‐α‐γρά‐φο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
προδιαγράφομαι, π.αόρ.: προδιαγράφτηκα/προδιαγράφηκα, μτχ.π.π.: προδιαγραμμένος/προδιαγεγραμμένος, (ενεργ.: προδιαγράφω)
- παθητική φωνή του ρήματος προδιαγράφω → δείτε και την κλίση