↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθοριστικός η καθοριστική το καθοριστικό
      γενική του καθοριστικού της καθοριστικής του καθοριστικού
    αιτιατική τον καθοριστικό την καθοριστική το καθοριστικό
     κλητική καθοριστικέ καθοριστική καθοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθοριστικοί οι καθοριστικές τα καθοριστικά
      γενική των καθοριστικών των καθοριστικών των καθοριστικών
    αιτιατική τους καθοριστικούς τις καθοριστικές τα καθοριστικά
     κλητική καθοριστικοί καθοριστικές καθοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθοριστικός < ελληνιστική κοινή καθοριστικός[1] [2] [3] < καθορίζω < αρχαία ελληνική κατά + ὁρίζω < ὅρος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déterminant[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

καθοριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 καθοριστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. καθοριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. καθοριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.