decisive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | decisive |
συγκριτικός | more decisive |
υπερθετικός | most decisive |
Επίθετο
επεξεργασίαdecisive (en)
- αποφασιστικός, οριστικός, κάτι είναι πολύ σημαντικό για το τελικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης
- ⮡ a decisive battle/influence - μια αποφασιστική μάχη/επίδραση
- ⮡ His role in the negotiations was decisive.
- Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν αποφασιστικός.
- ⮡ The last battle was the decisive one.
- Η τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική.
- ⮡ a decisive victory - μια οριστική νίκη
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη final
- αποφασιστικός, αυτός που κρίνει την έκβαση ενός γεγονότος
- ⮡ In order to solve problems, we need a decisive and enterprising person.
- Για να λυθούν τα προβλήματα χρειαζόμαστε έναν αποφασιστικό και δραστήριο άνθρωπο.
- ⮡ He spoke in a decisive tone.
- Mίλησε με αποφασιστικό τόνο.
- ⮡ In order to solve problems, we need a decisive and enterprising person.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- decisive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115, 633. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφασιστικός, οριστικός