decisively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | decisively |
συγκριτικός | more decisively |
υπερθετικός | most decisively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdecisively (en)
- αποφασιστικά, με τρόπο που είναι πολύ σημαντικός για το τελικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης
- ⮡ The birth of the child decisively changed her life.
- Η γέννηση του παιδιού άλλαξε αποφασιστικά τη ζωή της.
- ⮡ The birth of the child decisively changed her life.
- αποφασιστικά, με τρόπο που δείχνει την ικανότητα να αποφασίζει γρήγορα και με σιγουριά
- ⮡ He acted/answered decisively.
- Έδρασε/απάντησε αποφασιστικά.
- ⮡ He acted/answered decisively.