παραθετικά
θετικός decisively
συγκριτικός more decisively
υπερθετικός most decisively

  Ετυμολογία

επεξεργασία
decisively < decisive + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

decisively (en)

  1. αποφασιστικά, με τρόπο που είναι πολύ σημαντικός για το τελικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης
    ⮡  The birth of the child decisively changed her life.
    Η γέννηση του παιδιού άλλαξε αποφασιστικά τη ζωή της.
  2. αποφασιστικά, με τρόπο που δείχνει την ικανότητα να αποφασίζει γρήγορα και με σιγουριά
    ⮡  He acted/answered decisively.
    Έδρασε/απάντησε αποφασιστικά.