περισυλλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισυλλέγω < (ελληνιστική κοινή) < περί + συλλέγω
Ρήμα
επεξεργασίαπερισυλλέγω, πρτ.: περισυνέλεγα, στ.μέλλ.: θα περισυλλέξω, αόρ.: περισυνέλεξα, παθ.φωνή: περισυλλέγομαι, μτχ.π.π.: περισυλλεγμένος
- μαζεύω κάτι διασκορπισμένο
- (για ναυαγούς) μαζεύω και διασώζω