Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαφυλάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
  2. θα διαφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφυλάττω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαφυλάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφύλαξη