préservation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
préservation | préservations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpréservation (fr) θηλυκό
- η διαφύλαξη, η διατήρηση, η διασφάλιση
Δείτε επίσης : preservation |
ενικός | πληθυντικός |
préservation | préservations |
préservation (fr) θηλυκό