ρητινέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρητινέλαιο ουδέτερο
- έλαιο που παράγεται από ρητίνες
- φυτικό έλαιο που παράγεται από το τροπικό φυτό Ρίκινος ο Κοινός και το χρησιμοποιούμε σαν καθαρτικό ή στην παρασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, βαφών, αρωμάτων κ.ά.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρητινέλαιο
|