↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κικινέλαιο τα κικινέλαια
      γενική του κικινέλαιου των κικινέλαιων
    αιτιατική το κικινέλαιο τα κικινέλαια
     κλητική κικινέλαιο κικινέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κικινέλαιο < κίκιν(ος) + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κικινέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία