Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κίκινος η κίκινη το κίκινο
      γενική του κίκινου της κίκινης του κίκινου
    αιτιατική τον κίκινο την κίκινη το κίκινο
     κλητική κίκινε κίκινη κίκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κίκινοι οι κίκινες τα κίκινα
      γενική των κίκινων των κίκινων των κίκινων
    αιτιατική τους κίκινους τις κίκινες τα κίκινα
     κλητική κίκινοι κίκινες κίκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίκινος < (ελληνιστική κοινήκίκινος

  Επίθετο επεξεργασία

κίκινος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κίκινος κικίνη τὸ κίκινον
      γενική τοῦ κικίνου τῆς κικίνης τοῦ κικίνου
      δοτική τῷ κικίν τῇ κικίν τῷ κικίν
    αιτιατική τὸν κίκινον τὴν κικίνην τὸ κίκινον
     κλητική ! κίκινε κικίνη κίκινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κίκινοι αἱ κίκιναι τὰ κίκιν
      γενική τῶν κικίνων τῶν κικίνων τῶν κικίνων
      δοτική τοῖς κικίνοις ταῖς κικίναις τοῖς κικίνοις
    αιτιατική τοὺς κικίνους τὰς κικίνᾱς τὰ κίκιν
     κλητική ! κίκινοι κίκιναι κίκιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κικίνω τὼ κικίν τὼ κικίνω
      γεν-δοτ τοῖν κικίνοιν τοῖν κικίναιν τοῖν κικίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίκινος < κίκ(ι) + -ινος

  Επίθετο επεξεργασία

κίκινος, -η, -ον

  Πηγές επεξεργασία