Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετσινόλαδο τα ρετσινόλαδα
      γενική του ρετσινόλαδου των ρετσινόλαδων
    αιτιατική το ρετσινόλαδο τα ρετσινόλαδα
     κλητική ρετσινόλαδο ρετσινόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετσινόλαδο < ρετσίνι + -ο- + λάδι + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) olio di ricino)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετσινόλαδο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία