φάντης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φάντης | οι | φάντηδες |
γενική | του | φάντη | των | φάντηδων |
αιτιατική | τον | φάντη | τους | φάντηδες |
κλητική | φάντη | φάντηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάντης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- (εμφανίστηκε σαν, πετάχτηκε σαν) φάντης μπαστούνι: όταν κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν τον περιμένουν ή αρχίζει να μιλάει ξαφνικά και κυρίως εκεί που δεν τον σπέρνουν
- Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; : για πράγματα άσχετα μεταξύ τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
φάντης
→ δείτε τη λέξη βαλές |