Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φάντης οι φάντηδες
      γενική του φάντη των φάντηδων
    αιτιατική τον φάντη τους φάντηδες
     κλητική φάντη φάντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φάντηδες

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική fante < ισπανική infante < λατινική infans

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάντης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. (εμφανίστηκε σαν, πετάχτηκε σαν) φάντης μπαστούνι: όταν κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν τον περιμένουν ή αρχίζει να μιλάει ξαφνικά και κυρίως εκεί που δεν τον σπέρνουν
  2. Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; : για πράγματα άσχετα μεταξύ τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία