ρητινοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρητινοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό ρητινοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) που μαζεύει ρητίνη
- ※ Ο ρητινοσυλλέκτης εκείνης της εποχής, που είχε συνήθως στην ιδιοκτησία του τα δένδρα (προσοχή, όχι το έδαφος!) έκτασης 20 στρεμμάτων δάσους, γνώριζε ότι η επιβίωσή του ήταν άμεσα στηριγμένη στην παρουσία των πεύκων. [1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρητινοσυλλέκτης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νίκος Μάργαρης, Η επιστημονική αλήθεια για τις πυρκαγιές, στο «Το Βήμα». Δημοσίευση 1999-05-16. Αρχειοθέτηση 2021-08-06 . Πρόσβαση 2021-08-06.