ρητινεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ρητινεύω
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρητινεύω | ρητίνευα | θα ρητινεύω | να ρητινεύω | ρητινεύοντας | |
β' ενικ. | ρητινεύεις | ρητίνευες | θα ρητινεύεις | να ρητινεύεις | ρητίνευε | |
γ' ενικ. | ρητινεύει | ρητίνευε | θα ρητινεύει | να ρητινεύει | ||
α' πληθ. | ρητινεύουμε | ρητινεύαμε | θα ρητινεύουμε | να ρητινεύουμε | ||
β' πληθ. | ρητινεύετε | ρητινεύατε | θα ρητινεύετε | να ρητινεύετε | ρητινεύετε | |
γ' πληθ. | ρητινεύουν(ε) | ρητίνευαν ρητινεύαν(ε) |
θα ρητινεύουν(ε) | να ρητινεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρητίνευσα | θα ρητινεύσω | να ρητινεύσω | ρητινεύσει | ||
β' ενικ. | ρητίνευσες | θα ρητινεύσεις | να ρητινεύσεις | ρητίνευσε | ||
γ' ενικ. | ρητίνευσε | θα ρητινεύσει | να ρητινεύσει | |||
α' πληθ. | ρητινεύσαμε | θα ρητινεύσουμε | να ρητινεύσουμε | |||
β' πληθ. | ρητινεύσατε | θα ρητινεύσετε | να ρητινεύσετε | ρητινεύστε | ||
γ' πληθ. | ρητίνευσαν ρητινεύσαν(ε) |
θα ρητινεύσουν(ε) | να ρητινεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρητινεύσει | είχα ρητινεύσει | θα έχω ρητινεύσει | να έχω ρητινεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρητινεύσει | είχες ρητινεύσει | θα έχεις ρητινεύσει | να έχεις ρητινεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρητινεύσει | είχε ρητινεύσει | θα έχει ρητινεύσει | να έχει ρητινεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρητινεύσει | είχαμε ρητινεύσει | θα έχουμε ρητινεύσει | να έχουμε ρητινεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρητινεύσει | είχατε ρητινεύσει | θα έχετε ρητινεύσει | να έχετε ρητινεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρητινεύσει | είχαν ρητινεύσει | θα έχουν ρητινεύσει | να έχουν ρητινεύσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρητινεύω
|