απολιθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολιθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απολιθώνω
Μετοχή
επεξεργασίααπολιθωμένος, -η, -ο
- που έχει απολιθωθεί, που έχει μεταβληθεί σε απολίθωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απολιθωμένος