απολιθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολιθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολιθόω / ἀπολιθῶ < ἀπό + λίθος (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pétrifier· 3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fossiliser) [1]
Ρήμα
επεξεργασίααπολιθώνω, αόρ.: απολίθωσα, παθ.φωνή: απολιθώνομαι, π.αόρ.: απολιθώθηκα, μτχ.π.π.: απολιθωμένος
- (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι που είναι οργανικό σε ανόργανο και σκληρό, σαν πέτρα
- (μεταφορικά) αφήνω κάποιον αποσβολωμένο και άναυδο, σαν πέτρα
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) αφήνω κάτι στάσιμο, απαρχαιωμένο
Συγγενικά
επεξεργασία- απολίθωμα
- απολιθωμένος
- απολίθωση
- → δείτε τις λέξεις από και λίθος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολιθώνω | απολίθωνα | θα απολιθώνω | να απολιθώνω | απολιθώνοντας | |
β' ενικ. | απολιθώνεις | απολίθωνες | θα απολιθώνεις | να απολιθώνεις | απολίθωνε | |
γ' ενικ. | απολιθώνει | απολίθωνε | θα απολιθώνει | να απολιθώνει | ||
α' πληθ. | απολιθώνουμε | απολιθώναμε | θα απολιθώνουμε | να απολιθώνουμε | ||
β' πληθ. | απολιθώνετε | απολιθώνατε | θα απολιθώνετε | να απολιθώνετε | απολιθώνετε | |
γ' πληθ. | απολιθώνουν(ε) | απολίθωναν απολιθώναν(ε) |
θα απολιθώνουν(ε) | να απολιθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολίθωσα | θα απολιθώσω | να απολιθώσω | απολιθώσει | ||
β' ενικ. | απολίθωσες | θα απολιθώσεις | να απολιθώσεις | απολίθωσε | ||
γ' ενικ. | απολίθωσε | θα απολιθώσει | να απολιθώσει | |||
α' πληθ. | απολιθώσαμε | θα απολιθώσουμε | να απολιθώσουμε | |||
β' πληθ. | απολιθώσατε | θα απολιθώσετε | να απολιθώσετε | απολιθώστε | ||
γ' πληθ. | απολίθωσαν απολιθώσαν(ε) |
θα απολιθώσουν(ε) | να απολιθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολιθώσει | είχα απολιθώσει | θα έχω απολιθώσει | να έχω απολιθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απολιθώσει | είχες απολιθώσει | θα έχεις απολιθώσει | να έχεις απολιθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απολιθώσει | είχε απολιθώσει | θα έχει απολιθώσει | να έχει απολιθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολιθώσει | είχαμε απολιθώσει | θα έχουμε απολιθώσει | να έχουμε απολιθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απολιθώσει | είχατε απολιθώσει | θα έχετε απολιθώσει | να έχετε απολιθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολιθώσει | είχαν απολιθώσει | θα έχουν απολιθώσει | να έχουν απολιθώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολιθώνομαι | απολιθωνόμουν(α) | θα απολιθώνομαι | να απολιθώνομαι | ||
β' ενικ. | απολιθώνεσαι | απολιθωνόσουν(α) | θα απολιθώνεσαι | να απολιθώνεσαι | ||
γ' ενικ. | απολιθώνεται | απολιθωνόταν(ε) | θα απολιθώνεται | να απολιθώνεται | ||
α' πληθ. | απολιθωνόμαστε | απολιθωνόμαστε απολιθωνόμασταν |
θα απολιθωνόμαστε | να απολιθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απολιθώνεστε | απολιθωνόσαστε απολιθωνόσασταν |
θα απολιθώνεστε | να απολιθώνεστε | (απολιθώνεστε) | |
γ' πληθ. | απολιθώνονται | απολιθώνονταν απολιθωνόντουσαν |
θα απολιθώνονται | να απολιθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολιθώθηκα | θα απολιθωθώ | να απολιθωθώ | απολιθωθεί | ||
β' ενικ. | απολιθώθηκες | θα απολιθωθείς | να απολιθωθείς | απολιθώσου | ||
γ' ενικ. | απολιθώθηκε | θα απολιθωθεί | να απολιθωθεί | |||
α' πληθ. | απολιθωθήκαμε | θα απολιθωθούμε | να απολιθωθούμε | |||
β' πληθ. | απολιθωθήκατε | θα απολιθωθείτε | να απολιθωθείτε | απολιθωθείτε | ||
γ' πληθ. | απολιθώθηκαν απολιθωθήκαν(ε) |
θα απολιθωθούν(ε) | να απολιθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απολιθωθεί | είχα απολιθωθεί | θα έχω απολιθωθεί | να έχω απολιθωθεί | απολιθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απολιθωθεί | είχες απολιθωθεί | θα έχεις απολιθωθεί | να έχεις απολιθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απολιθωθεί | είχε απολιθωθεί | θα έχει απολιθωθεί | να έχει απολιθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απολιθωθεί | είχαμε απολιθωθεί | θα έχουμε απολιθωθεί | να έχουμε απολιθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απολιθωθεί | είχατε απολιθωθεί | θα έχετε απολιθωθεί | να έχετε απολιθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απολιθωθεί | είχαν απολιθωθεί | θα έχουν απολιθωθεί | να έχουν απολιθωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απολιθωμένος - είμαστε, είστε, είναι απολιθωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απολιθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απολιθωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απολιθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απολιθωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απολιθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απολιθωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολιθώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απολιθώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας