Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
fossiliser
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Ομώνυμα / Ομόηχα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
fossiliser
<
fossile
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fo.si.li.ze
/
Ρήμα
επεξεργασία
fossiliser
(fr)
απολιθώνω
≈
συνώνυμα
:
pétrifier
(
μεταφορικά
) (
οικείο
) καθιστώ
ξεπερασμένο
,
οπισθοδρομικό
Συγγενικά
επεξεργασία
fossile
fossilifère
fossilisation
fossilisé
-
fossilisée
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
fossilisé
-
fossilisée