fossile
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fossile | fossiles |
fossile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fossile | fossiles |
fossile (fr) αρσενικό
- το απολίθωμα
- άνθρωπος με ξεπερασμένες ιδέες