fossilifère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.si.li.fɛʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fossilifère | fossilifères |
fossilifère (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που περιέχει απολιθώματα
- gisement fossilifère - κοίτασμα που περιέχει απολιθώματα