Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανόργανος η ανόργανη το ανόργανο
      γενική του ανόργανου της ανόργανης του ανόργανου
    αιτιατική τον ανόργανο την ανόργανη το ανόργανο
     κλητική ανόργανε ανόργανη ανόργανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανόργανοι οι ανόργανες τα ανόργανα
      γενική των ανόργανων των ανόργανων των ανόργανων
    αιτιατική τους ανόργανους τις ανόργανες τα ανόργανα
     κλητική ανόργανοι ανόργανες ανόργανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανόργανος < (ελληνιστική κοινήἀνόργανος

  Επίθετο επεξεργασία

ανόργανος, -η ,-ο

  1. ο μη οργανικός, που δεν περιέχει άνθρακα
    η ανόργανη ύλη
  2. που δεν έχει όργανα ή δεν προϋποθέτει τη χρήση τους

Συγγενικά επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία