electron
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαelectron (en)
- * (στοιχειώδες σωματίδιο) το ηλεκτρόνιο
Υπώνυμα
επεξεργασία
Οξιτανικά (oc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαelectron (oc)
- * (στοιχειώδες σωματίδιο) το ηλεκτρόνιο
electron (en)
electron (oc)