acid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacid (en)
Επίθετο
επεξεργασίαacid (en)
- (χημεία) όξινος
- ξινός, όξινος (ως προς τη γεύση)
- (μουσική) για μουσικό είδος που αποτελεί παραλλαγή ή διαστρέβλωση προϋπάρχοντος είδους
- acid-rock
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacid (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του acid
Επίθετο
επεξεργασίαacid (ro)