Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

acid (en)

acid (en)

  1. (χημεία) όξινος
     συνώνυμα: acidic
  2. ξινός, όξινος (ως προς τη γεύση)
  3. (μουσική) για μουσικό είδος που αποτελεί παραλλαγή ή διαστρέβλωση προϋπάρχοντος είδους
    acid-rock



Ουσιαστικό

επεξεργασία

acid (ro) αρσενικό