Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όξινος η όξινη το όξινο
      γενική του όξινου της όξινης του όξινου
    αιτιατική τον όξινο την όξινη το όξινο
     κλητική όξινε όξινη όξινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όξινοι οι όξινες τα όξινα
      γενική των όξινων των όξινων των όξινων
    αιτιατική τους όξινους τις όξινες τα όξινα
     κλητική όξινοι όξινες όξινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

όξινος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

όξινος, -η, -ο

  1. που έχει τα χαρακτηριστικά του οξέος
    όταν ένα διάλυμα έχει Ph μικρότερο του 7 χαρακτηρίζεται όξινο
    όξινη βροχή
  2. ξινός ως προς τη γεύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία