όξινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | όξινος | η | όξινη | το | όξινο |
γενική | του | όξινου | της | όξινης | του | όξινου |
αιτιατική | τον | όξινο | την | όξινη | το | όξινο |
κλητική | όξινε | όξινη | όξινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όξινοι | οι | όξινες | τα | όξινα |
γενική | των | όξινων | των | όξινων | των | όξινων |
αιτιατική | τους | όξινους | τις | όξινες | τα | όξινα |
κλητική | όξινοι | όξινες | όξινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όξινος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαόξινος, -η, -ο
- που έχει τα χαρακτηριστικά του οξέος
- όταν ένα διάλυμα έχει Ph μικρότερο του 7 χαρακτηρίζεται όξινο
- όξινη βροχή
- ξινός ως προς τη γεύση